Το έθιμο της Αποκριάς

Έχοντας τις ρίζες της στην αρχέγονη αγωνία και αγώνα του ανθρώπου για την επιβίωση, η Αποκριά αποτελεί ταυτόχρονα και το πιο καταλυτικό «βήμα» διακωμώδησης των κυρίαρχων ηθών κάθε εποχής

Η Αποκριά, πέραν των άλλων ιδιομορφιών, κατέχει κι αυτή της μοναδικής αρχέγονης τελετής, που δεν μπόρεσε να απορροφήσει ή να ιδιοποιηθεί ο χριστιανισμός (όπως έγινε με τις γιορτές του Δωδεκαήμερου κ.ά.), με φυσικό επακόλουθο, η Εκκλησία να την εξοβελίσει από το τυπικό της, χωρίς όμως να καταφέρει να τη θέσει υπό καταστολή στη λαϊκή συνείδηση.
Έτσι, η Αποκριά αποτελεί μέχρι σήμερα, πραγματικά, ένα εθιμικό «μνημείο» για τους λαογράφους (ακριβώς γιατί δε νοθεύτηκε από το χριστιανισμό) και, σε κάθε περίπτωση, μια λυτρωτική «όαση» για το λαό, ο οποίος επιμένει, παρά και ενάντια, ορισμένες φορές, στα ξένα πρότυπα του καρναβαλιού, να εκφράζει τις αγωνίες και
τις ελπίδες του με την ανατρεπτική, χιουμοριστική, αθυρόστομη και «μαγική» διάθεση αυτών των ημερών. Αναβιώνοντας, μάλιστα - και χάρη στους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους ανά την Ελλάδα - τελετουργικά της γιορτής, που είτε είχαν ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου, είτε είχαν χάσει την παλιά τους αίγλη. Προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο στην Αποκριά ακόμη ένα σημειολογικό στίγμα, σύγχρονο αυτή τη φορά, αλλά σε άμεση συνάρτηση με το πνεύμα της γιορτής, δηλαδή τη λανθάνουσα επιμονή του λαού μας να αντιστέκεται στην πλαστή, ψεύτικη, εμπορευματοποιημένη αντίληψη για τη διασκέδαση, την ψυχαγωγία και τον πολιτισμό εν γένει.

«Ξορκίζοντας» την εξουσία και το θάνατο

Ακριβώς αυτή η διάθεση είναι το κεντρικό στοιχείο αυτής της γιορτής, που την κατέστησε υπό διωγμόν από την Εκκλησία, ενώ παράλληλα της χάρισε αυτήν την αξιοθαύμαστη μακροζωία ανά τους αιώνες. Η μεταμφίεση, το μεθύσι, η αθυροστομία, οι φαλλικοί συμβολισμοί, οι τελετουργικοί χοροί και οι άλλες εκδηλώσεις, που έχουν τις ρίζες τους στις αρχέγονες, μαγικές τελετές για το καλωσόρισμα της άνοιξης, για το «καλόπιασμα» της γης που πρέπει να είναι γόνιμη και τη νέα χρονιά για να θρέψει την ομάδα ή την κοινότητα, συνδέονται στην Αποκριά με το στοιχείο της ανατροπής της τάξης, όπου όλα επιτρέπονται. Και σε αυτό το «όλα» εμπεριέχεται η διακωμώδηση της εξουσίας και η συμβολική έκφραση από το λαό της γνώσης της ουσίας των πραγμάτων. Γνώση σαφώς απαγορευμένη, αφού κουβαλά το σπέρμα της κοινωνικής ανατροπής.

Στο βαθμό που κυριαρχούν τα μαγικά στοιχεία της γιορτής, η Αποκριά αποτελεί και μια συμβολική νίκη όχι μόνο ενάντια στην εξουσία, αλλά ακόμη και στο θάνατο. Οπως σημειώνει η λαογράφος -εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου («Επτά ημέρες», «Καθημερινή» 1/3/98), «η ιδέα του θανάτου που υπόκειται σ' όλη την αποκριάτικη λατρευτική δράση - της οποίας μάλιστα οι περισσότερες εκδηλώσεις διεξάγονται στο ύπαιθρο, πάνω στο νωπό, λόγω της εποχής, χώμα - αναδεικνύει τον πολύσημο συμβολισμό της ίδιας της γης, ως υποδοχέα των νεκρών σωμάτων αλλά και ως μήτρας και τροφοδότριας κάθε μορφής ζωής. Η ταύτιση της γονιμότητάς της με τη γυναικεία γονιμότητα δίνει τη βάση για μια σειρά μιμικών παραστάσεων με το διφορούμενο θέμα όργωμα-συνουσία. Αλέτρι, υνί και φαλλός, ταυτόσημα, είναι πρωταγωνιστικά σύμβολα του ελληνικού καρναβαλιού, τόσο ως θεατρικά εξαρτήματα των μεταμφιεσμένων όσο και ως θέμα των αδόμενων τραγουδιών, δίνοντας μέσα από το συνταυτισμό φύσης- ανθρώπων μια υπόσχεση γονιμότητας και αιωνιότητας... Η συμφιλίωση με το θάνατο δίνει στους ανθρώπους την αίσθηση μιας απεριόριστης υπαρξιακής ελευθερίας, που πρώτα απ' όλα εκδηλώνεται ως αμφισβήτηση κάθε κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας».

Ο Διόνυσος και η τσίκνα


Η παγανιστική ελευθεριότητα της Αποκριάς ταυτίζεται με το Φλεβάρη στις πιο παλιές ιστορικές πηγές που έχουν ανιχνευτεί. Αυτό το μήνα, τον Ανθεστηριώνα, όπως τον έλεγαν οι αρχαίοι Ελληνες, γιόρταζαν τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου, του κατεξοχήν θεού του γλεντιού. Τα Ανθεστήρια γιορτάζονταν με πομπή στην οποία οι συμμετέχοντες-«ακόλουθοι» του θεού, οι Σάτυροι, κρατούσαν άνθη, τραγουδούσαν και έκαναν περιπαιχτικά και σατιρικά σχόλια, τα σκώμματα, φορώντας προσωπίδες.
Αναλόγως γιόρταζαν οι Ρωμαίοι τα Σατουρνάλια προς τιμήν του Κρόνου, προστάτη της αμπέλου. Το 217 π.Χ., η γιορτή καθιερώθηκε ως επίσημη αργία με δημόσια συμπόσια. Υπήρχε ο «βασιλιάς» των μεταμφιεσμένων (κάτι σαν τον σημερινό Καρνάβαλο) που έμπαινε στην κορυφή της πομπής των συμποσιαστών, μεταξύ των οποίων είχαν δικαίωμα να βρίσκονται και οι δούλοι.
Οι Βυζαντινοί γλεντούσαν και μασκαρεύονταν στα Κούλουμα και στις Καλένδες, αντλώντας στοιχεία από τα Σατουρνάλια και Λουπερκάλια (προς τιμήν του Φαύνου, τραγο-θεού, προστάτη της γονιμότητας).
Είναι φανερό πως τα νεοελληνικά ήθη και έθιμα της Αποκριάς αποτελούν μια σύνθεση των παραπάνω και πολλών ακόμη τελετών και οι απαρχές τους χάνονται στην προϊστορία. Παρακάτω θα αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά κομμάτια που συνθέτουν αυτό το «παζλ» της Αποκριάς.Στην Κύπρο η Αποκριά λεγόταν «Σήκωσες», επειδή όλη τη βδομάδα, και ιδίως την Τσικνοπέμπτη, η τσίκνα των ψημένων κρεάτων «σηκωνόταν»... στους ουράνιους θεούς. Οι Κεφαλονίτες είχαν το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, φορούσαν προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες Μασκαρίες και έδιναν ακόμη και παραστάσεις στο δρόμο με ηθοποιούς τους κατοίκους των χωριών. Στη Ζάκυνθο υπήρχε μεγάλη, αυτοσχέδια, προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρώμενων, των Ζακυνθινών Ομιλιών. Η Μυτιλήνη είχε τις Μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του «Ερωτόκριτου», της «Θυσίας του Αβραάμ» και άλλων δραμάτων.
Στη Θήβα, στην Κορινθία και το Μαραθώνα αναπαρίσταναν το Βλάχικο Γάμο, έθιμο οι ρίζες του οποίου χάνονται σε θρακικές αποκριάτικες τελετές. Στη Σκύρο έσερναν τα Διονυσιακά «εξ αμάξης» οι Νυφάδες και ο Γέρος. Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού: «Εστειλα τον άντρα μου / να πάρει κρέας / και του δώσαν μια κοκάλα / και τη βάζω στην τσουκάλα. / Τήνε βράζω και δε βράζει / πέντε μέρες τήνε βράζω / στις οκτώ την κατεβάζω. / Να και μου 'ρχεται ένας φίλος/ της γειτόνισσας ο σκύλος / και μ' αρπάζει την κοκάλα / και μ' αφήνει την τσουκάλα».
Στη Σίφνο λέγανε τα Ξίκολα, τραγούδια, όπως το παρακάτω: «Κουτσός στον κάμπο έτρεχε / να φτάσει καβαλάρη / κι ο καβαλάρης του 'λεγε / να ζήσεις παλικάρι. / Στραβός βελόνα γύρευε / μέσα στον αχυρώνα / κι ένας κουφός του έλεγε / την άκουσα που βρόντα». Στη Χίο κυριαρχούσαν οι Καρκαλούες, οι άντρες μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, ενώ στη Μύκονο χόρευαν το γαϊτανάκι και την Καμήλα.

Ο πρόσφυγας... «Καλόγερος»

Στη Μακεδονία, ιδιαίτερα στα χωριά των Σερρών και της Δράμας που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, «εγκαταστάθηκε» μαζί τους και ο Καλόγερος, το αποκριάτικο έθιμό τους. Σε αυτό συμμετέχουν μόνο άνδρες και υποδύονται διάφορους ρόλους (Βασιλές, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Μπαρμπέρης, Δαμαλάκια, τα παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης κ.ά.). Παλιά, ο ρόλος του Καλόγερου ήταν κληρονομικό δικαίωμα μιας οικογένειας, το οποίο όμως σήμερα έχει ατονήσει. Επικεφαλής του δρώμενου, ο Καλόγερος, με τη συνοδεία μουσικής, ξεκινά την τελετουργική επίσκεψη στα σπίτια του χωριού (βλ. Α. Ρέκλος, «Επτά Ημέρες» 1/3/98). Οποιον προλάβει στο διάβα του τον λασπώνει με ένα σφουγγάρι που κρατά. Στα σπίτια οι νοικοκυρές ραίνουν τον Καλόγερο με στάρι, κριθάρι και άλλους σπόρους και ανταλλάσσουν μαζί του ευχές για καλή παραγωγή. Το Βασιλόπουλο βάζει κρασί σε ένα ποτήρι, το δίνει στον Βασιλέ κι αυτός στον νοικοκύρη. Το έθιμο περιλαμβάνει και αναπαράσταση οργώματος.
 Στο Σοχό της Θεσσαλονίκης μεταμφιέζονται με πολύχρωμες μάσκες, μεγάλα κουδούνια των κοπαδιών και μαύρες, τραγίσιες, ολόσωμες προβιές. Ο μεταμφιεσμένος ονομάζεται «καρναβάλι». Τα καρναβάλια θα μαζευτούν και θα ξεχυθούν στους δρόμους φωνάζοντας, χτυπώντας τα κουδούνια, ανταλλάσσοντας ευχές, κερνώντας κρασί. Το έθιμο αυτό, όπως και τα άλλα αποκριάτικα έθιμα σε άλλες περιοχές, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αγωνία για καλή σοδειά.

Η φετιχοποίηση του φαλλικού συμβόλου

Το Μπουρανί στον Τύρναβο είναι πιθανό να αποτελεί την τοπική εκδοχή των αρχαίων βακχικών συμποσίων. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί την πλέον αθυρόστομη, συμβολική και φαλλική αποκριάτικη τελετή που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας. Το μπουρανί είναι το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας, μια χορτόσουπα χωρίς λάδι, το μαγείρεμα της οποίας συνοδεύεται με άσεμνα πειράγματα και τραγούδια. Κεντρικό σύμβολο του εθίμου είναι ο φαλλός σε διάφορες μορφές, σύμβολο, το οποίο, όπως είπαμε, εκφράζει την ανάγκη επίκλησης των «μαγικών» δυνάμεων της γης για να «γεννήσει». Αρχικά στο έθιμο συμμετείχαν μόνο άνδρες, αλλά σήμερα συμμετέχουν και γυναίκες, ενώ τις μέρες αυτές ο Τύρναβος τραβάει το ενδιαφέρον χιλιάδων επισκεπτών που θέλουν να δουν από κοντά τι είναι αυτό που κάνει άλλους επισκέπτες να το βάζουν στα πόδια επειδή δεν αντέχουν τόση ελευθεριότητα. Για ευνόητους λόγους, αυτή την ελευθεριότητα δεν την άντεχαν ούτε οι δικτατορίες που πλήγωσαν την Ελλάδα τον 20ό αιώνα. Και η μεταξική δικτατορία και η χούντα των απριλιανών απαγόρευσαν τα φαλλικά σύμβολα του Μπουρανιού, τα τραγούδια και όσες εκδηλώσεις του είχαν το «σπέρμα» της «ακολασίας», δηλαδή όλες. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Αλ. Ζούκος («Επτά Ημέρες» 1/3/98), ο αστυνομικός Μπαθρέλος «σακάτεψε αρκετούς Τυρναβίτες στο ξύλο προκειμένου να "επιστρέψουν στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη"»...

Η Κοζάνη είναι γνωστή για το έθιμο του φανού. Ο Κοζανίτης Νάσος Αλευράς αναφέρει ότι η λέξη φανός βγαίνει από το φαίνω («φαίνομαι από μακριά»). Το έθιμο κορυφώνεται τη νύχτα της Μεγάλης Αποκριάς, «που ανάβουν οι φανοί στις γειτονιές, και γύρω-τριγύρω, τραγουδούν και χορεύουν οι εορταστές. Κι έτσι δείχνει μια εικόνα, που πολύ θυμίζει κάτι ανάλογες πολεμικές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας. Και σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε αδίσταχτα να ισχυριζόμαστε, ότι είναι η συνέχεια εκείνων και ο χορός που χορεύεται (σε χρόνο 2/4), δεν είναι παρά αυτούσιος ο πυρρίχιος χορός των αρχαίων Ελλήνων». Ο κορυφαίος του χορού των φουστανελάδων ξεκινούσε ένα τραγούδι και το επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι και ύστερα ξεκινούσε ο χορός.
Η τελετή ξεκινούσε τη μικρή αποκριά. Στις γειτονιές έφτιαχναν το φανό από πέτρες που πάνω τους έκαιγαν ξερόκλαδα και ρίζες από φασκόμηλο. Κάθε γειτονιά προσπαθούσε να έχει τον καλύτερο φανό, γύρω από τον οποίο θα γλεντούσαν. Εθιμο του Φανού είναι και η «χάσκα». Από μια κλωστή έδεναν ένα βραστό αυγό, το γυρνούσαν δυνατά και όλοι προσπαθούσαν να το πιάσουν με το στόμα και να το φάνε. Το έθιμο συναντάται και στον Τύρναβο, με τη διαφορά ότι από το σκοινί έδεναν το ομοίωμα ενός φαλλού που επίσης προσπαθούσαν να πιάσουν με το στόμα. Κεντρικά πρόσωπα στον Φανό ήταν οι τραγουδιστάδες, οι οποίοι, εκτός από δημοτικά, τραγουδούσαν και σατιρικά, αλλά και «πονηρά» τραγούδια.
Ο «Γέρος», η «Κορέλα» και ο «Φράγκος» είναι τα κεντρικά πρόσωπα στη σκυριανή Αποκριά. Ο «Γέρος» είναι ντυμένος με ολόσωμη, τραγίσια προβιά, φοράει δεκάδες κουδούνια προβάτων και μια μάσκα επίσης από προβιά μικρού γιδιού. Η «Κορέλα» είναι ένας νέος ντυμένος με γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά και με μάσκα ίδια με του «Γέρου». Ο «Φράγκος» φορά παντελόνι, μια οποιαδήποτε μάσκα, ένα μεγάλο κουδούνι πίσω στη μέση και κρατά ένα μεγάλο κοχύλι το οποίο φυσά συνέχεια. Η ετερόκλητη αυτή παρέα γυρνάει στους δρόμους σκορπίζοντας το κέφι και τη χαρά στους περαστικούς και στους νοικοκυραίους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι θεατρικές παραστάσεις και οι απαγγελίες από ερασιτέχνες ηθοποιούς, στις οποίες σατιρίζονται θέματα της επικαιρότητας.


Του Γρηγόρη ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑ