Ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα

1. Γενικά

Ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα σε όλες τις πόλεις-κράτη κατοχυρωνόταν με νόμο, έπαιζε δε πρωτεύοντα ρόλο την κοινωνία. Αν και δεν ήταν υποχρεωτικός, οι νέοι έπρεπε να παντρευτούν, γιατί η κριτική που ασκούταν στους άγαμους ήταν έντονη και πολλές φορές χλευαστική. Η δημιουργία οικογένειας εξυπηρετούσε δύο βασικούς σκοπούς. Την απόκτηση απογόνων και την κληροδότηση της περιουσίας και δεύτερον την περίθαλψη των γονέων από τα παιδιά τους.                     
Στην αρχαία Ελλάδα επικρατούσε το μονογαμικό σύστημα. Οι γυναίκες ήταν πολίτες και προστατευόταν από τους νόμους. Οι άνδρες μπορούσαν να έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις, αλλά μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου κληρονομούσαν όνομα και περιουσία. Οι άνδρες παντρευόταν κυρίως στην ηλικία των 24-30 ετών, ενώ η ηλικία της γυναίκας ήταν τα 12-16 χρόνια. Οι γαμήλιες τελετές, δεν είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα και γι’ αυτό το λόγο η ένωση του άνδρα και της γυναίκας δεν γινόταν σε ναό αλλά στην οικία της νύφης.
2. Ο γάμος στην αρχαία Αθήνα


Ήδη από την εποχή του Σόλωνα η διαδικασία του γάμου ξεκινούσε με μία προφορική συμφωνία -ένα είδος συμβολαίου- ανάμεσα στο μελλοντικό σύζυγο και στον πατέρα ή στον κηδεμόνα της κοπέλας, η οποία ονομαζόταν εγγύη. H μέλλουσα σύζυγος δεν παρευρισκόταν συνήθως σε αυτήν την τελετή, αφού μάλιστα η συγκατάθεσή της δεν ήταν υποχρεωτική. 
Στην Αθήνα, η προίκα αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο του γάμου και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις μία κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί και χωρίς αυτήν. Ο σύζυγος έδινε εγγύηση ότι θα επέστρεφε την προίκα σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ή θανάτου της συζύγου του, αν δεν υπήρχε κληρονόμος.
Οι γαμήλιες τελετές στην κλασική Αθήνα διαρκούσαν τρεις ημέρες. Την ημέρα πριν από το γάμο τελούνταν τα προαύλια και την επομένη του γάμου τα επαύλια (τα ονόματα αυτά παράγονται από το ρήμα "αυλίζομαι", που σημαίνει "περνώ τη νύχτα"). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι Αθηναίοι προτιμούσαν να παντρεύονται το χειμώνα. Πολλοί γάμοι τελούνταν το μήνα Γαμηλιώνα, ο οποίος αποτελούσε τον έβδομο μήνα του αθηναϊκού έτους και ήταν αφιερωμένος στην Ήρα, στην προστάτιδα του γάμου.
Οι μελλόνυμφοι τελούσαν τα προτέλεια, δηλαδή τις θυσίες για τον εξευμενισμό των θεών. Στην Αθήνα, θυσίες γίνονταν προς τιμήν της Αφροδίτης,  Άρτεμης, της Ήρας, του Ουρανού και της Γης, των πατρογονικών θεών (Τριτοπατόρων) και της προστάτιδας της πόλης, της Αθηνάς. Επειδή ο γάμος σηματοδοτούσε την ενηλικίωση της κοπέλας, συνηθιζόταν εκείνη να αφιερώνει τα παιχνίδια της και ορισμένα από τα ρούχα της σε μία από τις γαμήλιες θεότητες. Συχνά οι κοπέλες προσέφεραν βοστρύχους από τα μαλλιά τους ή το δίχτυ που τα συγκρατούσε, τη ζώνη τους και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα.
Το λουτρό της νύφης και του γαμπρού ήταν αναπόσπαστο τμήμα της γαμήλιας τελετουργίας, γιατί σηματοδοτούσε το τέλος μίας φάσης της ζωής τους και την έναρξη μιας καινούριας. Εξάλλου, ο εξαγνισμός με νερό πριν από οποιαδήποτε επαφή με τα θεία αποτελούσε παράδοση για τους Έλληνες. Το νερό για το γαμήλιο λουτρό αντλούνταν από συγκεκριμένη πηγή και στην Αθήνα- πιο συγκεκριμένα- προερχόταν από την Eννεάκρουνο. Tο αγγείο για τη μεταφορά του ήταν η λουτροφόρος. Στα διάφορα αγγεία τo θέμα του λουτρού της νύφης απεικονίζεται πιο συχνά από ότι του γαμπρού.
Μετά το λουτρό η νύφη και ο γαμπρός έπρεπε να ντυθούν για τη γαμήλια τελετή. Οι γονείς της κοπέλας όριζαν τη νυμφεύτρια, την υπεύθυνη δηλαδή για την επιτήρηση του γάμου και τον καθορισμό της νυμφοκόμου, η οποία φρόντιζε για την ένδυση και τον καλλωπισμό της νύφης. Η προετοιμασία του γαμπρού ήταν μικρότερης σημασίας. Φορούσε ιμάτιο, αρωματιζόταν και στεφανωνόταν με ταινία από κλαδιά σουσαμιού και μέντας, φυτά τα οποία είχαν ιδιαίτερο συμβολισμό στο γάμο. Το σουσάμι εξασφάλιζε τη γονιμότητα, ενώ η μέντα ήταν αφροδισιακή. Στον καλλωπισμό της νύφης όμως δινόταν μεγάλη σημασία, όπως άλλωστε διαπιστώνεται και από τις πολυάριθμες αναπαραστάσεις του θέματος στα αθηναϊκά αγγεία. Δε σώζονται γραπτές μαρτυρίες από την Αθήνα που να αναφέρονται στο χρώμα του νυφικού φορέματος και η αγγειογραφία δεν παρέχει σχετικές πληροφορίες. Οι νυμφίδες, τα νυφικά παπούτσια ή σανδάλια, τύχαιναν ιδιαίτερης προσοχής σε πολλές απεικονίσεις καλλωπισμού. Tο νυφικό πέπλο τοποθετούνταν πάνω από τη στεφάνη (στέμμα) και κάλυπτε το πρόσωπο της κοπέλας μέχρι τη στιγμή των αποκαλυπτηρίων από το μέλλοντα σύζυγό της.
Το γαμήλιο δείπνο ήταν ένα συμπόσιο, στο οποίο συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες και το παραδοσιακό έδεσμα για την περίσταση ήταν ένα γλυκό με σουσάμι και μέλι. Ο χορός, στον οποίο συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες σε χωριστές ομάδες, και το τραγούδι αποτελούσαν τα αναπόσπαστα στοιχεία της γιορτής.
Μετά το ηλιοβασίλεμα, ο πατέρας της νύφης παρουσίαζε την κοπέλα στο γαμπρό μπροστά σε όλους τους προσκεκλημένους. Πιθανόν αυτή να ήταν η χρονική στιγμή των ανακαλυπτηρίων, οπότε η νύφη απομάκρυνε το πέπλο από το πρόσωπό της.
H γαμήλια πομπή με τους πυρσούς, τα τραγούδια και τους χορούς είχε σκοπό να συνοδεύσει τη νύφη στη νέα της κατοικία. Ο γαμπρός δε συμμετείχε πάντοτε στη γαμήλια πομπή, αλλά συχνά περίμενε τη νύφη στο σπίτι. Αν ο άντρας παντρευόταν για δεύτερη φορά έστελνε ένα φίλο του, το νυμφαγωγό, να συνοδεύσει τη νύφη. Το σπίτι του γαμπρού ήταν διακοσμημένο με ταινίες και κλαδιά που έφεραν μαλλί προβάτου, όπως συνέβαινε και σε άλλες περιστάσεις κατά τις οποίες η οικογένεια αποκτούσε ένα νέο μέλος (π.χ. μετά την αγορά ενός δούλου). Το κέντρο των οικιακών τελετουργιών, η εστία, αποτελούσε τον τελετουργικό χώρο για την ένταξη της νύφης στην οικογένεια.
H οικογένεια της νύφης και του γαμπρού και οι φίλοι τους ξυπνούσαν από τα χαράματα για την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων που είχαν προγραμματιστεί για τη συγκεκριμένη μέρα, όπως ήταν για παράδειγμα η προσφορά των δώρων, των επαυλίων, τα οποία και έδιναν το όνομά τους σε ολόκληρη την ημέρα. Μετά τα επαύλια, η ένταξη της νύφης στη νέα της κατοικία είχε πια ολοκληρωθεί. Τότε ο γαμπρός οργάνωνε τα γαμήλια, μία γιορτή για τη φατρία του, ώστε να την πληροφορήσει για το σχηματισμό του νέου οίκου.

3. Ο γάμος στην αρχαία Σπάρτη

Στη Σπάρτη ο γάμος γινόταν με «αρπαγή». Σύμφωνα με μαρτυρίες όταν κάποιος νέος ήθελε να παντρευτεί άρπαζε την κοπέλα που επιθυμούσε. Την παρέδιδε μετά σε μια γυναίκα, τη νυμφεύτρια, που τις έκοβε σύρριζα τα μαλλιά, την έντυνε με ανδρικά ρούχα, της έβαζε ανδρικά παπούτσια και την ξάπλωνε σε αχυρένιο στρώμα μόνη χωρίς φως. Κατόπιν ο γαμπρός έφευγε από το συσσίτιο, πήγαινε κοντά στη νύφη, τη σήκωνε και τη μετέφερε στο κρεβάτι. Αφού περνούσε μαζί της λίγη ώρα, επέστρεφε στο στρατόπεδο. Μην ξεχνάμε ότι στη Σπάρτη οι άνδρες ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους το περνούσαν στα στρατόπεδα – αγέλες ώστε να βρίσκονται πάντα σε πολεμική ετοιμότητα, επομένως δε μπορούσαν να συζήσουν με τις γυναίκες τους παρά μόνο μετά τα τριάντα, οπότε συμπλήρωναν τη στρατιωτική τους θητεία και γίνονταν πλέον πολίτες
Πολλές φορές κι η νύφη βοηθούσε να μηχανεύονται ευκαιρίες για να συνευρίσκονται κρυφά. Αυτό συνεχιζόταν για αρκετό καιρό, ώστε μερικοί είχαν ακόμα και παιδιά πριν δουν τις γυναίκες τους στο φως της ημέρας. Μια άλλη μαρτυρία αναφέρει ότι όλα τα κορίτσια συνήθιζαν να εγκλείονται σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο μαζί με όλους τους άγαμους νέους κι ο καθένας μπορούσε να επιλέξει ένα οποιοδήποτε κορίτσι. Προφανώς λοιπόν όλοι οι γάμοι στη Σπάρτη διευθετούνταν ατομικά και σε αντίθεση με την Αθήνα ο επίσημος αρραβώνας της νύφης δεν ήταν αναγκαίος για ένα νόμιμο γάμο. 

4. Το διαζύγιο στην αρχαία Αθήνα

Ο πιο συχνός τρόπος διάλυσης ενός γάμου στην Αθήνα ήταν η αποπομπή της συζύγου από το σπίτι. Ένας άνδρας είχε πάντα το δικαίωμα να διώξει τη γυναίκα του και όταν ακόμα δεν είχε για τίποτα να την κατηγορήσει. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούσε μια γυναίκα να εγκαταλείψει το σπίτι της και αυτό συνήθως δε σήμαινε ότι μπορούσε να διαλυθεί και ο γάμος. Υπήρχαν περιπτώσεις που κι ο πατέρας της νύφης μπορούσε να λύσει το γάμο, ζητώντας την επιστροφή της κόρης του στο σπίτι. Η συζυγική απιστία στην αθηναϊκή κοινωνία θεωρούνταν μέγιστο αδίκημα. Όταν ένας άνδρας απιστούσε αντιμετώπιζε πολύ σοβαρές κυρώσεις καθώς η πολυγαμία απαγορευόταν. Μπορεί βέβαια να απαγορευόταν να είναι παντρεμένος με δύο ή παραπάνω γυναίκες, νόμιμα όμως μπορούσε να διατηρεί όσες εξωσυζυγικές σχέσεις επιθυμούσε. Τέτοιες κυρώσεις ήταν η καταβολή κάποιου χρηματικού προστίμου, η διαπόμπευση ή και η τύφλωση. Η απιστία της γυναίκας τιμωρούνταν με αποπομπή από το συζυγικό σπίτι ή και με απαγόρευση της συμμετοχής της στις θρησκευτικές γιορτές. Γενικότερα παρατηρούμε ότι η τιμωρία της γυναίκας ήταν πιο επιεικής σε σχέση με αυτή του άνδρα, ίσως γιατί η γυναίκα δεν είχε πολιτικά ή άλλα δικαιώματα κι επομένως θεωρούνταν ανεύθυνη.

5. Το διαζύγιο στην αρχαία Σπάρτη

Στη Σπάρτη ωστόσο τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Ο βασικός λόγος που δημιουργούνταν μια οικογένεια ήταν η απόκτηση παιδιών που θα μπορούσαν κατόπιν να πολεμήσουν και να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Όταν ένα ζευγάρι δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά και γι’ αυτό ευθυνόταν η γυναίκα, ο άνδρας μπορούσε να τη διώξει από το σπίτι και να παντρευτεί μια άλλη που θα μπορούσε να του δώσει υγιή παιδιά. Υπάρχουν βέβαια μαρτυρίες που ένας άνδρας μπορούσε και να μη διώξει τη γυναίκα του αλλά να φέρει και κάποια άλλη μέσα στο σπίτι με την οποία θα μπορούσε να αποκτήσει παιδιά. Αν ένας γάμος έμενε άγονος από ανικανότητα του συζύγου, επιτρεπόταν η γυναίκα να μείνει έγκυος από άλλον άνδρα αφού όμως ο σύζυγος έδινε τη συγκατάθεση του. Μάλιστα στους Σπαρτιάτες ήταν παραδοσιακή συνήθεια τρεις ή τέσσερις άνδρες, ακόμα και αδέλφια να έχουν την ίδια γυναίκα. Όταν ένας σύζυγος είχε αποκτήσει πολλά παιδιά ήταν τιμή για αυτόν να δώσει τη γυναίκα του να την παντρευτεί κάποιος από τους φίλους του. Είναι φανερό λοιπόν ότι ένας γάμος ακόμα κι αν ήταν άκαρπος εξαιτίας του συζύγου, αυτό δε σήμαινε ότι η οικογένεια δεν έπρεπε να συνεχιστεί. Στην περίπτωση αυτή κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του συζύγου κι η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να του παραδοθεί. Το παιδί που θα γεννιόταν από αυτή την ένωση , θεωρούνταν παιδί του συζύγου. Δικαιολογημένα επομένως έχει ειπωθεί ότι στη Σπάρτη η πραγματική μοιχεία ήταν κάτι άγνωστο.

6. Η έγγαμη ζωή

Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις και στην Αθήνα οι παντρεμένες γυναίκες παρέμεναν στο περιθώριο της κοινωνίας. Περνούσαν το χρόνο τους μέσα στο σπίτι, φροντίζοντας για το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών. Σπάνια έβγαιναν έξω, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (θρησκευτικές γιορτές) και πάντα με τη συνοδεία του άνδρα τους. Όταν ο σύζυγος δεχόταν επισκέψεις στο σπίτι, αυτές αποσύρονταν στα ειδικά δωμάτια τους , τους γυναικωνίτες. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και δεν εξέφραζαν ποτέ την άποψη τους κυρίως για θέματα που αφορούσαν τα κοινά της πόλης. Αντίθετα ο παντρεμένος άνδρας απολάμβανε πολλές ελευθερίες. Μπορούσε να διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις και στο σπίτι βρισκόταν σπάνια. Συμμετείχε στα κοινά και διασκέδαζε στα συμπόσια. Στη Σπάρτη οι παντρεμένες γυναίκες δεν ήταν καθόλου υποταγμένες στους συζύγους τους, συμμετείχαν στα κοινά, παρέμεναν λιγότερο κλεισμένες στο σπίτι τους κι ανακατεύονταν με τους άνδρες. Εκφράζανε την άποψή τους ελεύθερα για σοβαρά πολιτικά θέματα, ήταν τολμηρές κι αρρενωπές. Ίσως αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι άνδρες τους βρίσκονταν συνεχώς στο στρατώνα ή στα πεδία της μάχης, οπότε επιβαλλόταν οι ίδιες να έχουν έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο τόσο μέσα στην οικογένεια όσο και στην κοινωνική ζωή.