Ο Ομάρ, ο Όμηρος και οι ανιστόρητοι


 “Fere libenter homines id, quod volunt, credunt” Ιούλιος Καίσαρ                                                   (De Bello Gallico, βιβλίο 3, κεφ.18, στ.2) 
[Σχεδόν με ευχαρίστηση οι άνθρωποι πιστεύουν αυτό, που επιθυμούν]. 

1. Η πηγή του δήθεν «προβλήματος

Ο Raoul Schrott, γεννήθηκε στην Τύνιδα το 1964 και τώρα ζει στην Ιρλανδία. Σπούδασε φιλολογία και γλωσσολογία στο Innsbruck, στο Norwich, στο Παρίσι και στο Βερολίνο, είναι ποιητής και μεταφραστής (έχει μεταξύ άλλων μεταφράσει στα γερμανικά και το έπος του Gilgamesh το έτος 2001)
 Κάποια στιγμή αποφάσισε να μεταφράσει την Ιλιάδα του Ομήρου και να προτάξει στην μετάφρασή του αυτή έναν πρόλογο. Επί ένα χρόνο δεν είχε ολοκληρώσει τον σύντομο πρόλογο, που είχε αποφασίσει να συνθέσει, διότι δεν ήξερε, κατά δήλωσή του, τίποτε για τον Όμηρο. Τότε κάποιος ονόματι Robert Rollinger του πρότεινε να κοιτάξετε στην περιοχή της Κιλικίας. Ο Raoul Schrott πήγε στην Κιλικία, κοίταξε το τοπίο και είδε το φώς!
Έγραψε λοιπόν στον πρόλογό του καινοφανείς θεωρίες περί «Ομήρου ευνούχου», που έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. στα Άδανα της Μικράς Ασίας και εργάσθηκε ως «γραφέας των Ασσυρίων»! Η γερμανική εφημερίδα “Frankfurter Allgemeine Zeitung” είχε την θεωρία αυτή ως πρώτη είδηση στις 22-12-2007 και η επίσης γερμανική εφημερίδα “Frankfurter Rundschau” στις 23-12-2007 την εμφάνισε με τον τίτλο: “Europa wurde in der Türkei geboren” (Η Ευρώπη γεννήθηκε στην Τουρκία)!
Η θεωρία του έγινε σημαία των πιο ακραίων εθνικιστικών κύκλων της γειτονικής Τουρκίας. Να σημειωθεί ότι η επίσημη Τουρκία δεν υιοθέτησε ποτέ αυτήν την ανιστόρητη άποψη. Βέβαια εκ προοιμίου να πούμε ότι η άποψη των τούρκων εθνικιστών για απ’ ευθείας τούρκικη καταγωγή του Ομήρου δεν μπορεί να σταθεί και να υποστηριχτεί από κανένα σοβαρό επιστήμονα μιας και οι Τούρκοι εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο δεκάδες αιώνες (13ος μ.Χ. αιώνα) μετά τον Όμηρο (9ο π.Χ. αιώνα).
Αλλά ας δούμε τα επιχειρήματα της θεωρίας ένα – ένα:

Γραμμένο σε τοίχο

  • Όταν ήμουν μικρός δεν με ένοιαζε τι θα φορέσω. Κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες κατάλαβα, πως ούτε τη μάνα μου την ένοιαζε. 
  • Καληνύχτα Τεφάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θα ξανακολλήσει ποτέ
  • Το "δεν είναι αυτό που νομίζεις" είναι πάντα αυτό που νομίζεις συν κάτι ακόμα που δεν είχες πάρει χαμπάρι.
  • Αναπολώ την εποχή που χρωστούσα μόνο μαθήματα
  • Ήρωας είναι αυτός που πηγαίνει το άπλυτο ποτήρι στον νεροχύτη, λίγο μετά αφού ε΄χει τελειώσει η μαμά του με τα πιάτα.
  • Γιατί περισσεύει τόσος μήνας στο τέλος των χρημάτων ;
  • Ο τροχός μάλλον έχει κολλήσει στο σημείο που πηδάνε τον φτωχό

Άλμπερτ Αϊνστάιν

Η ζωή του


Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1879 στην πόλη Ulm της νότιας Γερμανίας. Οι γονείς του μετακόμισαν για επαγγελματικούς λόγους στο Μόναχο, όπου έμενε ένας αδελφός του πατέρα του, μηχανικός και από εκεί σύντομα στο Μιλάνο για καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές. Ο μικρός Αλβέρτος έμεινε οικότροφος σε σχολείο του Μονάχου. Στα 15 χρόνια του σταμάτησε το σχολείο, παραιτήθηκε από τη γερμανική υπηκοότητα, διέκοψε κάθε σχέση με την εβραϊκή κοινότητα και αναχώρησε στο Μιλάνο για να συναντήσει τους γονείς του. 
Μετά από 1-2 χρόνια απραξίας σκέφτηκε να δώσει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, ως αυτοδίδακτος χωρίς απολυτήριο Λυκείου. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε και κάποιος καθηγητής τού συνέστησε να παρακολουθήσει μαθήματα Λυκείου στο Aarau. Εκεί παρακολούθησε στα έτη 1895  - 1896 την τρίτη και τέταρτη τάξη (για μαθητές 18 και 19 ετών)! Τελικά, μετά την ολοκλήρωση των σχολικών μαθημάτων, γράφτηκε ο Αινστάιν το 1896 στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης για να σπουδάσει εκπαιδευτικός τεχνικής επαγγελματικής σχολής με φυσικομαθηματική κατεύθυνση. 
Ένας από τους καθηγητές του, ο Πέρνετ, του δήλωσε μετά από

Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε


Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους … φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
- Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!

Αλέξης (Γιώργος) Ζορμπάς


Στον πρόλογο του βιβλίου «Αναφορά στον Γρέκο», ο Ν. Καζανζάκης γράφει: «Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα˙ από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, το Νίτσε, τον Μπέρξονα και το Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ήλιου, που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα˙ ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι όπου πνίγεται και λυτρώνεται ο κόσμος˙ ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα˙ ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια˙ κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο»

Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Γιώργης Ζορμπάς; 

Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή ο κόπανος

Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός φοροεισπράκτορας, που γύριζε στα διάφορα σπίτια και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Όσοι τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα. Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους.
Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους χωρικούς και τους ραγιάδες. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες. Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν