Αλέξης (Γιώργος) Ζορμπάς


Στον πρόλογο του βιβλίου «Αναφορά στον Γρέκο», ο Ν. Καζανζάκης γράφει: «Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα˙ από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, το Νίτσε, τον Μπέρξονα και το Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ήλιου, που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα˙ ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι όπου πνίγεται και λυτρώνεται ο κόσμος˙ ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα˙ ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια˙ κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο»

Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Γιώργης Ζορμπάς; 


Ήταν γηγενής Μακεδόνας, υπάρχουν ωστόσο αντικρουόμενες απόψεις ως προς τον τόπο όπου γεννήθηκε. Είναι πιθανό, αν και όχι βέβαιο, να γεννήθηκε στον Κολυνδρό, κοντά στην Κατερίνη, το 1857, όταν η Μακεδονία τελούσε ακόμα υπό Τουρκική κατοχή. Έχει πάντως εξακριβωθεί ότι, όταν ήταν ακόμα παιδί, ο πατέρας του Φώτης, εξαιτίας μιας διαφοράς που είχε με έναν Τούρκο, αναγκάστηκε να καταφύγει με την οικογένειά του στο Καταφύγι, ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, χτισμένο σε υψόμετρο 1450μ. (ανήκει σήμερα στο Δήμο Βελβεντού). Εκεί πέρασε ο Ζορμπάς τα παιδικά του χρόνια, βόσκοντας τα γιδοπρόβατα του πατέρα του. Για κακή του τύχη όμως, ο πατέρας του αποφάσισε να φύγει και να πάει στο Άγιον Όρος να γίνει καλόγερος. Ο Γιώργης, που ήταν δεν ήταν τότε 15 χρονών, αναγκάστηκε να επωμιστεί όλη την ευθύνη για τα γιδοπρόβατα. Για δύο-τρία χρόνια τα κατάφερε καλά. Αλλά έπεσε αρρώστια στα ζώα που αποδεκάτισε το κοπάδι. Δεν μπορούσε πια να επιβιώσει στο Καταφύγι. Είχε ακούσει για τα Μαντεμοχώρια της Χαλικιδικής και ξεκίνησε κατά κει με σκοπό να βρει δουλειά σε κάποιο μεταλλείο. Ύστερα από πεζοπορία ημερών, έφτασε στο Λίσμπορο (τη σημερινή Στρατονίκη) και βρήκε δουλειά στο μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου που ήταν πλούσιο σε σιδηροπυρίτη, άργυρο, ψευδάργυρο και μόλυβδο. Το εκμεταλλευόταν μια γαλλική εταιρεία που στρατολογούσε εργάτες επί τόπου, όπως ήταν φυσικό. Τον Ζορμπά τον προσέλαβε ένας από τους αρχιεργάτες, ο Γιάννης Καλκούνης. Πέρασε από όλες τις δουλειές του μεταλλείου και ειδικεύτηκε σε όλες –δούλεψε διαδοχικά ως ορύκτης, ξυλοδέτης, λαγουμιτζής, ανιχνευτής μετάλλων.
      Η ζωή όμως του επιφύλασσε άλλες εκπλήξεις. Ο Γιάννης Καλκούνης είχε μια όμορφη κόρη, την Ελένη, την οποία ερωτεύτηκε ο Ζορμπάς με αποτέλεσμα να την αφήσει έγκυο. Όπως είναι γνωστό, τα ήθη ήταν πολύ αυστηρά εκείνη την εποχή. Μόνο ένας γάμος μπορούσε να ξεπλύνει την προσβολή. Πήρε λοιπόν κρυφά την Ελένη ο Ζορμπάς και την πήγε στο Παλαιοχώρι όπου τους πάντρεψε ένας παπάς χωρίς να ξέρουν τίποτα οι γονείς της. Ωστόσο, παρόλο που την παντρέφτηκε την Ελένη, ο Ζορμπάς δεν τολμούσε να ξαναγυρίσει στο μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου από φόβο για τον πεθερό του που αποδοκίμαζε αυτή την ένωση. Αποφάσισε, λοιπόν, να εγκατασταθεί στο Παλαιοχώρι όπου βρήκε δουλειά σε ένα σιδεράδικο. Στο μεταξύ η Ελένη γέννησε δίδυμα αγόρια (το ένα πέθανε σε βρεφική ηλικία). Λίγο μετά τη γέννηση των δίδυμων, σκοτώθηκε ο Γιάννης Καλκούνης σε ένα ατύχημα στο μεταλλείο, και έτσι μπόρεσε ο Ζορμπάς να ξαναγυρίσει στο Λίσμπορο και στο μεταλλείο, όπου αντικατέστησε τον πεθερό του στη θέση του αρχιεργάτη. Έζησε πολλά κι ευτυχισμένα χρόνια στο Λίσμπορο μαζί με τη γυναίκα του και τα εννέα παιδιά του (γιατί, μετά τα δίδυμα, η Ελένη του γέννησε άλλα οχτώ παιδιά, τον Βαγγέλη, την Ανδρονίκη, τον Νίκο, την Αναστασία, τη Φιλιώ, τον Μανώλη, την Κατίνα και τον Αλέξη). Αλλά είχε την ατυχία να χάσει τη γυναίκα του, την οποία υπεραγαπούσε, όταν ακόμα τα παιδιά του ήταν ανήλικα. Και δεν ήταν η μόνη του ατυχία. Οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 έφεραν κοσμογονικές αλλαγές στη Μακεδονία. Το μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου έκλεισε και ο Ζορμπάς βρέθηκε χωρίς δουλειά και με τα εννέα παιδιά στα χέρια. Πήρε λοιπόν την οικογένειά του και κατέφυγε στο Κάτω Ελευθεροχώρι –που υπάγεται σήμερα στον Δήμο Κολυνδρού Πιερίας- όπου έμενε ο αδελφός του Γιάννης. Αναγκάστηκε, για να ζήσει τα παιδιά του, να κάνει ό,τι δουλειά εύρισκε –γυρολόγος, μαυραγορίτης, εργάτης στο μεταλλείο της Πραβίτας, ξυλοκόπος. Έτσι κατάφερε να αναστήσει τα παιδιά του, για τα οποία έχουμε διάφορες πληροφορίες. Μια από τις κόρες του, η Αναστασία, που την πήρε υπό την προστασία της η Γαλάτεια Καζαντζάκη-Αλεξίου (η πρώτη σύζυγος του Καζαντζάκη), παντρεύτηκε τον αδελφό της Γαλάτειας Ραδάμανθυ Αλεξίου και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη. Μια άλλη κόρη του, η Ανδρονίκη, παντρεύτηκε τον Ελληνορώσο φωτογράφο Κώστα Κεχάεφ (της τον έφερε ο πατέρας της από τη Ρωσία και εγκαταστάθηκε μαζί του στην Καλαμάτα, όπου ζούσε ακόμα πριν τρία χρόνια ο γιος της και εγγονός του Ζορμπά Γιώργος Κεχάεφ, φωτογράφος και εκείνος -τον γνώρισα προσωπικά). Η κόρη του Ζορμπά Κατίνα έζησε από 11 χρονών μαζί με τον πατέρα της στα Σκόπια. Η κόρη της Κατίνας, η αρχιτέκτων Άννα Γκάιγκερ, ζούσε μέχρι τον ξαφνικό θάνατό της, το 2002, στο Βελιγράδι. Ήταν αγαπημένη μας φίλη και Πρόεδρος του Γιουγκοσλαβικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη. Ο αδελφός της, Βαγγέλης Γιάντας, έμπορος, εγγονός κι αυτός του Ζορμπά (τον γνώρισα προσωπικά), έζησε όλη του τη ζωή στη Σερβία. Πέθανε δυστυχώς, πριν λίγους μήνες. Υπάρχουν επίσης δισέγγονα του Ζορμπά που ζουν στη Σερβία και την Ελλάδα (μεταξύ αυτών και η φίλη μας φαρμακοποιός Εβίτα Κεχαγιά, κόρη του Γιώργου Κεχάεφ, που ζει με την οικογένειά της στην Ξάνθη).


Η προσωπικότητα του

Όσο για την προσωπικότητα του αληθινού Ζορμπά, έχουμε τις μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν, καθώς και τις ενδείξεις που μας δίνουν οι επιστολές  του προς τον Καζαντζάκη –έχουν σωθεί καμιά δεκαπενταριά. Ο Ζορμπάς, λοιπόν, ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα,  ανεξάρτητος και ανυπότακτος, απελευθερωμένος από τις κοινωνικές συμβάσεις, και μολονότι διέθετε ελάχιστες γραμματικές γνώσεις, ήταν ευφυέστατος, εύστροφος, με πρωτότυπες ιδέες, συχνά φιλοσοφικού περιεχομένου. Ένας φίλος του αναφέρει, λόγου χάρη, ότι όταν βρισκόταν στην Πραστοβά της Μάνης μαζί με τον Καζαντζάκη (γιατί η γνωριμία τους ολοκληρώθηκε εκεί και όχι στην Κρήτη, όπως αναφέρει το μυθιστόρημα) μιλούσε στους χωρικούς για ματαιότητα και θάνατο, για Θεό και Σατανά. Μια μέρα, πήρε ένα μολύβι και έγραψε στην πόρτα του καφενείου του χωριού, με ανορθογραφίες και ορνιθοσκαλίσματα, την εξής φράση: «Σκεφτήτε το θάνατο και τη ματεότητα για να γλιτόστε από τους δγιαβόλους». Είχε καλό χαρακτήρα,  ήταν καλόκαρδος, χωρατατζής, ευπροσήγορος και κοινωνικός. Έχουμε μαρτυρίες από τη Μάνη ότι, όσον καιρό έμεινε εκεί, έκανε πολλές φιλίες, ακόμα και κουμπαριές, αντίθετα με τον Καζαντζάκη που ζούσε απομονωμένος από τον περίγυρό του. Μάλιστα, ένας βαφτισιμιός του Ζορμπά, ο Γιώργος Εξαρχουλέας, γιος του σπιτονοικοκύρη του, ζούσε μέχρι πριν τέσσερα χρόνια στην περιοχή (τον έχω γνωρίσει κι αυτόν προσωπικά). Ας προσθέσουμε επίσης ότι ήταν άνθρωπος των γήινων απολαύσεων, του άρεσε το καλό φαΐ, το καλό κρασί, το γλέντι και η καλοπέραση, και είχε αδυναμία στο ωραίο φύλο. Ήταν, κατά τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του Καζαντζάκη, ένας «εξαίσιος φαγάς, πιοτής, δουλεφταράς κι αλήτης». Ζούσε άστατη ζωή. Δεν στέριωνε πουθενά. Τριγυρνούσε στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Βαλκανικής –είχε φτάσει μέχρι τη νότια Ρωσία- εξασκώντας διάφορα επαγγέλματα
Η γνωριμία του με τον Καζαντζάκη
Πώς γνώρισε ο Καζαντζάκης τον Ζορμπά και τι σχέση μπορούσε να υπάρχει ανάμεσα σε ένα νέο διανοούμενο μεγάλου βεληνεκούς, όπως ήταν ο Καζαντζάκης, και σε έναν απλό, αγράμματο, ηλικιωμένο εργάτη; Πιθανολογείται –υπάρχουν αρκετές ενδείξεις γι’ αυτό- ότι η πρώτη τους γνωριμία έγινε το 1915 στο Άγιον Όρος, όπου ο Καζαντζάκης συμμετείχε σε μια επιχείρηση εκμετάλλευσης ξυλείας –είχε υπογράψει τον Οκτώβριο του 1915 σχετικό συμβόλαιο στη Θεσσαλονίκη με κάποιον Ιωάννη Σκορδίλη. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες γι’ αυτή την πρώτη συνάντηση. Αλλά η στενότερη γνωριμία τους έγινε αλλού, στη νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μάνη. Το 1916, ο Καζαντζάκης αποφασίζει να αναμιχθεί σε μια επιχείρηση εκμετάλλευσης λιγνιτωρυχείου στην Πραστοβά της Μάνης, κοντά στη Στούπα (σημερινό Δήμο Λεύκτρου), όχι μακριά από την Καρδαμύλη. Προσλαμβάνει, λοιπόν, τον Ζορμπά ως αρχιεργάτη και μένει μαζί του στην Πραστοβά από το φθινόπωρο του 1916 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1917. Στο διάστημα αυτό, η φιλία τους δένεται στενά και ακατάλυτα. Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για να σημειώσω ότι ο Καζαντζάκης δέχτηκε λαμπρές επισκέψεις σ’ αυτή τη γωνιά της Μάνης. Στα μέσα Μαΐου 1917 έρχεται να τον συναντήσει ο μεγάλος ποιητής και φίλος του ΄Αγγελος Σικελιανός. Μάλιστα, επειδή έκανε ζέστη, οι δύο φίλοι είχαν στήσει τα κρεβάτια τους πάνω σε στρίποδα μέσα στη ρηχή θάλασσα της μαγευτικής παραλίας της Καλογριάς, κάτω ακριβώς από το ορυχείο. Το καλοκαίρι του 1917 κατέφτασαν επίσης η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Εύα –Πάλμερ Σικελιανού, πρώτη σύζυγος του ποιητή, καθώς και η γνωστή ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη. Τότε ήταν που η Γαλάτεια, φεύγοντας από τη Στούπα, πήρε μαζί της τη μικρότερη θυγατέρα του Ζορμπά Αναστασία, την οποία κράτησε κοντά της μέχρις ότου εκείνη παντρεύτηκε, όπως είπαμε, τον αδελφό της Ραδάμανθυ. Ο Ζορμπάς αποδείχτηκε πολύτιμος συνεργάτης του Καζαντζάκη, εργατικός, ακούραστος, άριστος γνώστης της δουλειάς στο λιγνιτωρυχείο. Όταν σχολούσε από τη δουλειά, εκείνος και ο Καζαντζάκης περνούσαν ατέλειωτες ώρες μαζί, τρώγοντας, πίνοντας και συζητώντας επί παντός του επιστητού. Έτσι δέθηκε ο Καζαντζάκης μ’ αυτόν τον απλό αλλά όχι απλοϊκό άνθρωπο, που τον αγάπησε βαθιά και που πήρε σιγά-σιγά μέσα του τεράστιες διαστάσεις. Ιδού πώς τον περιγράφει σε άκρως υψηλούς τόνους, τόσο στον Πρόλογο του μυθιστορήματος Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, όσο και στην Αναφορά στον Γκρέκο: «Αν ήταν στον κόσμον όλον σήμερα να διάλεγα έναν ψυχικό οδηγό, έναν ‘Γκουρού’, όπως λένε οι Ιντοί, ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο Άγιον Όρος, σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά. Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένα καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά την θροφή της˙ τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία –αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί˙ τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα να ’χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο, γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά.» Ωστόσο, η εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου δεν ευδοκίμησε, αλλά κατέληξε σε μια μεγάλη οικονομική αποτυχία. «Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου», θα πει χαριτολογώντας ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο. «Ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ό, τι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή.» Αναγκάστηκαν να διακόψουν τις εργασίες. Πρώτος φεύγει από την Πραστοβά ο Καζαντζάκης, τον Σεπτέμβριο του 1917, και πηγαίνει στην Ελβετία, όπου φιλοξενείται από το φίλο του Γιάννη Σταυριδάκη, Πρόξενο της Ελλάδας στη Ζυρίχη (ο Σταυριδάκης είναι ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος). Θα παραμείνει εκεί μέχρι τις αρχές του 1919 και θα επισκεφτεί συστηματικά όλους τους τόπους όπου είχε ζήσει ο αγαπημένος του φιλόσοφος Νίτσε, αλλά και θα συνάψει αισθηματικό δεσμό με μια Ελληνίδα φιλόσοφο, την Έλλη Λαμπρίδη, την αγαπημένη του Μουντίτα, σύμφωνα με το ψευδώνυμο που της έδωσε σε ορισμένα κείμενά του. Όσο για τον Ζορμπά, εκείνος βρίσκει δουλειά σε κάποιο άλλο ορυχείο, κοντά στην Πραστοβά. Στις 8 Μαΐου 1919, ο Καζαντζάκης διορίζεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο Διευθυντής του νεοσύστατου Υπουργείου Περιθάλψεως. Του ανατίθεται αμέσως η αποστολή να μεταβεί στον Καύκασο και να μεριμνήσει για τον επαναπατρισμό 100.000 και πλέον Ελλήνων που κινδύνευαν να εξοντωθούν μέσα στη δίνη του απόηχου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στέλνει τότε ένα γράμμα στον Ζορμπά, προσκαλώντας τον να πάρει και εκείνος μέρος στην αποστολή. Το γράμμα αυτό, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Ζορμπά Ανδρονίκης, τελείωνε με τις εξής φράσεις: «Αν έρθεις φεύγω. Αν δεν έρθεις, δε φεύγω κι εγώ». Ο Ζορμπάς δέχεται αμέσως, παρατάει την καινούρια δουλειά του και έρχεται στην Αθήνα να συναντήσει τον φίλο του. Κατά τα μέσα Ιουλίου 1919, ξεκινά η αποστολή για τον Καύκασο με επικεφαλής τον Καζαντζάκη και συνεργάτες του τους συμπατριώτες του Ηρακλή Πολεμοχαράκη, Γιάννη Κωνστανταράκη, Γιάννη Αγγελάκη και φυσικά τον Γιώργη Ζορμπά. Με την αποστολή συμπράττει και ο Γιάννης Σταυριδάκης, ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών. Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο Σταυριδάκης πέθανε στην Τιφλίδα ύστερα από λίγο –ο Καζαντζάκης θρηνεί το θάνατό του στο μυθιστόρημα για τον Ζορμπά. Η αποστολή στέφθηκε με επιτυχία. Ο Καζαντζάκης και οι συνεργάτες του κατόρθωσαν να φέρουν πίσω στη μητέρα πατρίδα 150.000 περίπου Έλληνες (κατά τους υπολογισμούς του Καζαντζάκη), οι οποίοι ρίζωσαν ξανά στα χώματα της Θράκης και της Μακεδονίας. Αυτή ήταν και η τελευταία ζωντανή επαφή του Καζαντζάκη με τον Ζορμπά. Μετά το τέλος της αποστολής, χωρίστηκαν για πάντα. Δεν ξέχασαν όμως ποτέ ο ένας τον άλλον και αλληλογραφούσαν αρκετά τακτικά.


Το τέλος

Ο Ζορμπάς συνέχισε τον άτακτο βίο του για να καταλήξει τελικά στη Σερβία ως ιδιοκτήτης ορυχείων, πρώτα στη Νις και έπειτα στα Σκόπια, όπου έζησε από το 1926 μέχρι το θάνατό του, το 1941. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του.


 (Από ομιλία της Αθηνά Βουγιούκα, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, βασισμένη στο βιβλίο του Γιάννη Αναπλιώτη,  Ο αληθινός Ζορμπάς και ο Νίκος Καζαντζάκης, εκδ. Δίφρος,  Αθήνα 1960)