Βωμολοχίες

Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων

βωμολοχία -> βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία 

Ετυμολογία
Ο επαίτης, ανυπόμονος, θρασύς και πεινασμένος, ζητούσε με πιεστικό τρόπο μερίδα και τότε, επετίθετο λεκτικά στον τελεστή της θυσίας χρησιμοποιώντας αισχρές εκφράσεις. Άρχιζε λοιπόν μία απρεπής και μη κόσμια συνομιλία μεταξύ επαίτη και υπεύθυνου των θυσιών, που κατέληγε σε χυδαίες εκφράσεις και τσακωμούς.
Αυτή ακριβώς η αισχρή και χυδαία στιχομυθία, ονομάστηκε βωμολοχία.

Τα πολυάριθμα "βρωμόλογα" των αρχαίων Ελλήνων, υποδεικνύουν ότι οι πρόγονοί μας χυδαιολογούσαν συχνότατα και αισχρότατα, ακριβώς όπως κι εμείς. Άλλωστε πολλές εκφράσεις έχουν μεταφερθεί ως τις μέρες μας "μεταφρασμένες". Όσο και να μη ξέρετε αρχαία δεν μπορεί παρά να καταλάβετε τι έλεγε ο αρχαίος μας πρόγονος φωνάζοντας:

  • Μη μου τους όρχεις τάρατε
  • Όδευε εις συνουσίαν
  • Έξω κίναιδε εκ της οικίας
  • Τα εκ μεταξίου γενόμενα εσωενδύματα, εκ μεταξίου γενόμενα οπίσθια απαιτούσι
  • Εκοπρίσθη η φοράς παρά τοις αλωνίοις
  • Αφόδευε υψηλά και ηγνάντει
"Αποσκότισόν με" έλεγαν σε κάποιον για να πάψει να τους σκοτίζει, ενώ "μαψ", ήταν ο ανόητος. Η λέξη έχει επιβιώσει μάλιστα μέχρι σήμερα ως "μάπας" και είναι μια από τις πιο αρχαίες βωμολοχία. Όπως επίσης και οι:

  • Αμάρευμα: κατακάθι της κοινωνίας (ους. αμάρα=χαντάκι)
  • Βδέλυγμα: σίχαμα
  • Έκφαυλος: ατιμασμένος
  • Κόβαλος: παράσιτο
  • Κόπρειος: τιποτένιος 
  • Μιάστωρ: μίασμα
  • Σκωραμίς: απατεώνας / καθίκι

Στο βιβλίο του Μάριου Βερέττα, "Τα βρωμόλογα των Αρχαίων Ελλήνων" διαβάζουμε:


  • ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα, κουνιστός [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
  • ΑΒΡΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείες κοτσίδες [ αβροβόστρυχος = αβρός(τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα)]
  • ΑΜΒΩΝ τα χείλη του αιδοίου [ άμβων = ανά + βαίνω]
  • ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει το φαλλό [ ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
  • ΑΠΟΨΥΓΜΑ σκατό [απόψυγμα = αποψύχω (βγάζω κάτι έξω και το αφήνω να κρυώσει]
  • ΑΡΟΤΟΣ γαμίσι [ άροτος = όργωμα]


  • ΒΔΕΩ κλάνω [βδέω = βρωμάω]
  • ΒΛΗΧΩ μουνάκι [ βληχώ = βληχή (βέλασμα, αρνάκι μαλλιαρό)]
  • ΒΟΥΒΟΝΙΩ καυλώνω [ βουβονιώ = βόμβων (πρήξιμο, φούσκωμα)]


  • ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα, γλείφω αιδοία [γλωττοδεψέω = γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
  • ΓΟΓΓΥΛΗ βυζί [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
  • ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]


  • ΔΕΛΦΥΣ γυναικείο αιδοίο [ δελφύς = βολβός (αγριοκρεμμύδα)]
  • ΔΙΔΥΜΟΣ αρχίδι [ δίδυμος = δις + δύο]
  • ΔΡΟΜΑΣ πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]


  • ΕΔΡΟΣΤΡΟΦΟΣ κίναιδος που κουνάει τον κώλο του [εδρόστροφος = έδρα + στρέφω]
  • ΕΣΧΑΡΑ γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
  • ΕΥΠΥΓΟΣ γυναίκα με ωραίο κώλο [εύπυγος = ευ + πυγή ]


  • ΚΑΣΣΩΡΙΣ πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
  • ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας την ψωλή του [κίνουρης = κινέω + ουρά]
  • ΚΥΝΤΕΡΟΣ αναίσχυντος, θρασύς [κύντερος = από το κύων
  • ΚΥΩΝ πέος [ κύων = από το ρήμα κύω (γεννώ)]
  • ΛΕΧΡΙΟΣ [ > λέχριος (λεχρίτης)]
  • ΛΟΧΜΗ: το τριχωτό αιδοίο [> λόχμη (θάμνος)]


  • ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ γυναίκα που θέλει διαρκώς sex [ μανιόκηπος = μανία + κήπος (αιδοίο)]
  • ΜΥΖΟΥΡΙΣ γυναίκα που βυζαίνει το πέος, πιπατζού [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
  • ΜΥΡΡΙΝΟΝ η τριχωτή περιοχή του αιδοίου [μυρρίνον = από το μύρρα (μυρτιά)]


  • ΠΕΡΙΒΑΣΩ η γυναίκα που καβαλάει ερωτικά άνδρες [περιβασώ = περί + βαίνω]
  • ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος + αλώπηξ]
  • ΠΟΣΘΩΝ άνδρας με μεγάλο πέος [ πόσθων = από το πόσθη (πέος)]
  • ΠΥΓΙΣΤΗΣ κωλομπαράς [πυγιστής = από την πυγή]


  • ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ άνδρας που εκτομίζει ακατάπαυστα βλακείες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)].


  • ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα