- Έχετε αναλογιστεί ποτέ γιατί άραγε στο εκλογικό λεξιλόγιο υπάρχουν εκφράσεις όπως: «τον μαύρισαν στην κάλπη» ή «το ’ριξα δαγκωτό»;
- Πώς ψήφιζαν οι Έλληνες μετά τον Όθωνα;
- Τι ήταν τα μαύρα και λευκά σφαιρίδια με τα οποία ψήφιζαν;
- Γιατί κάποιοι ψηφοφόροι δάγκωναν πριν ψηφίσουν το σφαιρίδιο;
Η εκλογή με το σφαιρίδιο έρχεται από τα Ιόνια Νησιά και τη Βενετία, η οποία γινόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας Γεωργίου Α’ μέχρι και τις εκλογές του 1920. Ήταν, θα πρέπει να πούμε, ένας γραφικός τρόπος για τη διεξαγωγή των εκλογών, αλλά ταυτόχρονα ο πλέον πολυδάπανος και αναχρονιστικός.
Κάθε υποψήφιος και κάλπη!
Κάθε υποψήφιος βουλευτής είχε και τη δική του κάλπη στην εκλογή. H κάλπη ήταν τενεκεδένια,
χωρισμένη εσωτερικά στα δύο και βαμμένη εξωτερικά μισή άσπρη με γραμμένο πάνω το «ναι» και μισή μαύρη με γραμμένο πάνω το «όχι».
O ψηφοφόρος περνούσε το χέρι του μέσα στην κάλπη και έριχνε το σφαιρίδιο, το οποίο ήταν ένα μεγάλο μολυβένιο σκάγι, είτε στο «ναι», αν ήθελε να ψηφίσει τον υποψήφιο, είτε στο «όχι», αν ήθελε να τον καταψηφίσει. Στον υποψήφιο υπολογίζονταν μόνον όσες ψήφοι είχαν ριχτεί στο «ναι» και ανάλογα μ’ αυτές οριζόταν και η σειρά επιτυχίας των υποψηφίων.
Το θέαμα με τις πολλές κάλπες που έφερε η καθιέρωση του σφαιριδίου, ενός συστήματος που αποτελούσε λείψανο της ενετικής αριστοκρατίας, δημιουργούσε και μία γραφική ατμόσφαιρα… Αρκεί να πούμε ότι σε έναν νομό όπου υπήρχαν πενήντα υποψήφιοι και ογδόντα εκλογικά τμήματα έπρεπε να τοποθετηθούν τέσσερις χιλιάδες κάλπες και ισάριθμοι αντιπρόσωποι!!!
Οι «κουμπάροι»
Κάθε ψηφοφόρος έπαιρνε από την εφορευτική επιτροπή τόσα σφαιρίδια όσοι ήταν και οι υποψήφιοι και ήταν υποχρεωμένος να ρίχνει σε κάθε κάλπη ένα σφαιρίδιο, είτε στο «ναι» είτε στο «όχι».
Απαραίτητο στοιχείο για κάθε «πετυχημένη» κάλπη αποτελούσε ο αντιπρόσωπος του υποψηφίου, ο γνωστός με το προσωνύμιο «κουμπάρος», που ήταν το «μάτι» του και το «αυτί» του σε κάθε ψηφοφορία.
Παρακολουθούσε τον ψηφοφόρο και προσπαθούσε από τη φορά του χεριού του και τον ήχο του σφαιριδίου να καταλάβει τι είχε ψηφίσει, ενώ έκανε φιλικές συστάσεις για να ψηφιστεί ο υποψήφιος του.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την προσωπική πόλωση και τη στοχοποίηση πολλών ψηφοφόρων… Έτσι τα σφαιρίδια συνδέθηκαν με φόνους, ζημιές, καλπονοθεύσεις, φούντωναν τα μίση και τα πάθη μεταξύ συμπολιτών, φίλων και συγγενών, ενώ έγιναν αιτία διαφθοράς αφού οι υποψήφιοι «δια παντός δολίου τρόπου, δι’ ανυπολογίστων χρημάτων και υποσχέσεων παντοδαπών διέφθειρον τους ψηφοφόρους», όπως έγραφε ένας παλαιός αγωνιστής – για να επιβεβαιωθεί για ακόμη μία φορά ότι τα προβλήματα της πολιτικής ζωής του τόπου μας είναι διαχρονικά…
Αγαπήθηκε και μισήθηκε!
Οι εκλογές με τα σφαιρίδια να πέφτουν μέσα στην κάλπη έδιναν στον ψηφοφόρο την εντύπωση της πραγματικής μάχης. H σχέση ψηφοφόρων – κάλπης ήταν πολύ θερμή. Αρκετοί επιχρύσωναν το σφαιρίδιό τους και το έριχναν επιδεικτικά στο άσπρο της κάλπης ως δείγμα εξαιρετικής εκτίμησης στο πρόσωπο ή το κόμμα που ψήφιζαν. Άλλοι φιλούσαν τις φωτογραφίες που ήταν κολλημένες στην κάλπη ή έβαζαν λουλούδια. Άλλοι πάλι, φανατικοί αντίπαλοι του υποψηφίου ή του κόμματός του, δάγκωναν το σφαιρίδιο και σημαδεμένο το έριχναν στην κάλπη.
Εντονότατες ήταν τέτοιες εικόνες στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού, όταν πολλοί ψήφιζαν σταυροκοπούμενοι μπροστά στις φωτογραφίες του Βενιζέλου ή του Γούναρη. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που… τιμούσαν τους αντιπαθείς πολιτικούς με ένα φασκέλωμα.
Το μέτρημα των ψήφων γινόταν με μια σιδερένια πλάκα (άβακα) με τρύπες. Σε κάθε μια τρύπα χωρούσε ένα μολυβένιο σφαιρίδιο και όταν γέμιζαν οι τρύπες αλάνθαστα αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένο αριθμό ψήφων.
Το άθροισμα των σφαιριδίων του «ναι» και του «όχι» έπρεπε να είναι ίσο με τον αριθμό των ψηφοφόρων. Αν τα σφαιρίδια ήταν περισσότερα, τα αφαιρούσαν από τα θετικά σφαιρίδια, δηλαδή από τα «ναι».
Άφησαν και «φέσια»
Η περίοδος του σφαιριδίου έληξε άδοξα, ακόμη και για τους κατασκευαστές του. Δεν καταγράφηκαν καν από την ιστορία οι τρεις πειραιώτικες βιοτεχνίες που κατασκεύαζαν τα σφαιρίδια και το ελληνικό κράτος τις οδήγησε σε πτώχευση, όπως συνήθως κάνει στις συναλλαγές του!
Το 1923 ήταν η τελευταία φορά που το ελληνικό κράτος παρήγγειλε την κατασκευή τριάντα εκατομμυρίων σφαιριδίων από τους τρεις βιοτέχνες, οι οποίοι ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με το αντικείμενο.
Αλλά αμέσως μετά την ανάληψη της εργασίας το συνάλλαγμα τινάχτηκε στα ύψη, όπως και το μολύβι με το οποίο κατασκευάζονταν τα σφαιρίδια. Έσπευσαν λοιπόν οι βιοτέχνες να αποποιηθούν την προμήθεια, έστω χάνοντας τις εγγυήσεις τους. Το υπουργείο Εσωτερικών επέμενε πως έπρεπε να εκτελέσουν την παραγγελία και θα αποζημιώνονταν κανονικά. Οι βιοτέχνες έμπλεξαν στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και δικαστικούς αγώνες, στους οποίους δικαιώθηκαν δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αλλά ποτέ δεν έλαβαν τα χρήματά τους και αναγκάστηκαν να κλείσουν τις βιοτεχνίες τους.
Ως προς το σφαιρίδιο, το 1934 έγιναν οι τελευταίες ανεπιτυχείς συζητήσεις για την επαναφορά του.